- παβάνα
- Αυλικός χορός, σε ακμή κυρίως τον 16o αι. Είχε ρυθμό διμερή και χαρακτήρα αυστηρό, και συνδέθηκε με το σαλταρέλο και την γκαλιάρντα. Xορευόταν κατά τη διάρκεια των λιτανειών, των γαμήλιων πομπών και της αποκριάς. Ως μουσική μορφή, η π. ήταν πολύ διαδεδομένη στην αγγλική μουσική για πληκτροφόρα όργανα και μετά τον 17o αι. στη γερμανική σουίτα. Είδη π. εμφανίζονται και σε σύγχρονες συνθέσεις (Παβάνα για χορωδία και ορχήστρα του Φορέ, Παβάνα για μια νεκρή ινφάντα του Ραβέλ κ.α.).
Πιέτρο Λόνγκι: «Η παβάνα». Ως μουσική μορφή η παβάνα παρουσιάζεται εξαιρετικά διαδομένη στην αγγλική μουσική. (Ca» Rezzonico, Βενετία).
Dictionary of Greek. 2013.